Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2007

CIA και φτηνό βιβλίο

---




Σύμφωνα με τον ρώσο λογοτεχνικό αναλυτή Ιβάν Τολστόι, η CIA «δανείστηκε» ένα από τα λιγοστά αντίτυπα του απαγορευμένου στη Σοβιετική Ένωση βιβλίου «Δρ Ζιβάγκο» που ο συγγραφέας του Μπόρις Πάστερνακ (βλ. φωτο) κατάφερε να στείλει σε φίλους του, στη Δύση, το φωτοτύπησε, το τύπωσε με γραμματοσειρές που κυκλοφορούσαν μόνο στη Σοβιετική Ένωση και το προώθησε για έκδοση σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Κι έτσι το βιβλίο αυτό έφτασε στα χέρια των μελών της Ακαδημίας, στη Στοκχόλμη, και στον Πάστερνακ απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας του 1958 ...

Αν αυτή η ιστορία αληθεύει, έστω και λίγο, και δεν είναι προϊόν μυθοπλασίας (λέτε ο αναλυτής να ‘ναι συγγενής του μεγάλου ρώσου συγγραφέα, που, κι είναι τεράστια αδικία, δεν αξιώθηκε να βραβευτεί με νόμπελ;), οφείλω, από τη θέση αυτή, να συγχαρώ – για πρώτη φορά, είναι αλήθεια - ολόθερμα την CIA.

Πρώτον, γιατί κάθε απαγορευμένο – για λόγους πολιτικούς, θρησκευτικούς, πολιτισμικούς κλπ βιβλίο πρέπει, με οποιοδήποτε τρόπο, να εκδίδεται και να κυκλοφορεί. Έστω κι αν η διάσωση και διάδωσή του οφείλεται, κι αυτή, στους ίδιους λόγους. Γιατί το βιβλίο, όσο προοδευτικό, αντιδραστικό, ανήθικο ή τολμηρό κι αν είναι το περιεχόμενό του, γι αυτό γράφεται, για να διαβαστεί. Κι όχι για να ριχτεί στη φωτιά (συνήθως με τον συγγραφέα του μαζί). Είτε αρέσει στους κυβερνώντες και στις διάφορες ηγεσίες είτε όχι. Κι ας κρίνουν οι αναγνώστες του, και, τελικά, η ιστορία, για την καλλιτεχνική, πολιτική, θρησκευτική ή κοινωνική του αξία (τα ίδια βέβαια ισχύουν και για οποιαδήποτε έκφραση λόγου, τέχνης ή ιδεών).

Δεύτερον, γιατί το συγκεκριμένο βιβλίο όχι μόνο είναι, ως λογοτέχνημα, εξαιρετικό, αλλά μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο με μια σπουδαία ταινία (σε σκηνοθεσία του Ντέιβιντ Λιν και με - υπέροχους - πρωταγωνιστές τον Ομάρ Σαρίφ και τη Τζούλι Κρίστι).

Τρίτον, γιατί, ανεξάρτητα από την λογοτεχνική του αξία, το βιβλίο αναφέρεται στα πρώτα χρόνια της επανάστασης των μπολσεβίκων, μια από τις πιο ταραγμένες και σκοτεινές περιόδους της ιστορίας, και στην κατάσταση που επικρατούσε στη Σοβιετική Ένωση τα άγρια εκείνα χρόνια.

Και τέταρτον, γιατί ο Πάστερνακ, ο οποίος, κατά το δημοσίευμα, δεν είχε ιδέα για την ανάμειξη αυτή της CIA, ναι μεν υποχρεώθηκε να αρνηθεί το βραβείο - το παρέλαβε ο γιος του τριάντα ένα χρόνια μετά - γλύτωσε όμως, εξαιτίας της βράβευσης, τη ζωή του. Και μπόρεσε έτσι να πεθάνει, δυο χρόνια αργότερα, στο σπίτι του. Κι όχι σε κανένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπως τόσοι και τόσοι ρώσοι διανοούμενοι.

Βέβαια, καθώς πρώτα φεύγει η ψυχή και μετά το χούι, αμέσως μετά τον θάνατό του οι αρχές στέλνουν στο γκούλαγκ τη φίλη του (και, μάλλον, ερωμένη του) Όλγα Ιβίνσκαγια. Και, παράλληλα, προφανώς για λόγους ισότητας, οδηγούν και τη σύζυγό του, Ζινάιντα Πάστερνακ, στην εξαθλίωση (πάλι καλά, στην Ινδία που για χιλιάδες χρόνια καίγανε τις χήρες κανένας δεν έλεγε μια κουβέντα, τώρα έσταξε η ουρά του γαϊδάρου;).

Αυτά λοιπόν, περίπου, λέει ο φίλος μας ο Τολστόι. Και, όπως είναι φυσικό κι αναμενόμενο, τα νέα κυκλοφόρησαν σ' όλο τον κόσμο, και σωστά.

Ο τρόπος όμως που η είδηση αυτή μεταδόθηκε στη χώρα μας και, ιδίως, τα σχόλια που την συνόδευσαν, αποδεικνύουν, γι άλλη μια φορά, το απύθμενο βάθος της αμορφωσιάς, της ιστορικής άγνοιας και των προκαταλήψεων που επικρατούν σε πολλούς που, δυστυχώς, εργάζονται στα μέσα και στον τύπο. Και που δεν μπορούσαν να κρύψουν τη στενοχώρια τους για το γεγονός.

Ενώ, προφανώς, θα 'ταν απόλυτα ευχαριστημένοι αν κάποια μυστική υπηρεσία είχε φροντίσει, αντίθετα, να καταστρέψει τα αντίτυπα που ο Πάστερνακ είχε το θράσος να στείλει κρυφά στη Δύση. Γιατί, πώς να το κάνουμε, η πράξη ήταν αντεπαναστατική, και μ’ αυτά τα θέματα δεν παίζουμε, κι αν ο λόγος κι η τέχνη δεν υπηρετούν τον λαό, δεν έχουν λόγο ύπαρξης (κι ούτε βέβαια οι δημιουργοί τους).

Όπως, βέβαια, τέλος, δεν έχει λόγο ύπαρξης, απ’ όλες τις μυστικές υπηρεσίες του πλανήτη, ειδικά η CIA. Εκτός κι αν αλλάξει αποστολή, κι αποφασίσει ν’ ανοίξει βιβλιοπωλείο (ας πούμε κάτι σαν τη FNAC). Οπότε, αν μάλιστα έχει και καλές τιμές, και κάνει και προσφορές, βλέπουμε.

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2007

Aux armes citoyens! (La Commission attaque)

---




Στο προηγούμενό μου post για την αναθεώρηση του άρθρου 16 υποστήριξα, συβιλλικά, πως, τελικά, και για το θέμα που συνταράσσει το πανελλήνιο τον τελευταίο καιρό, δηλαδή την άρση ή μη του κρατικού μονοπωλίου στην ίδρυση ΑΕΙ, μικρή σημασία έχει το αν θα αναθεωρηθεί ή όχι το άρθρο αυτό.

Δεν θέλησα τότε να αναλύσω τη θέση μου αυτή, για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί άλλος ήταν ο σκοπός εκείνου του post, και δεύτερον γιατί, από διακριτικότητα, περίμενα ν' αρχίσει η σχετική δίκη στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Επιτροπή κατά Ελλάδας, C-274/05, 18.1.2007), την οποία, βέβαια, όπως και υποθέτω μεγάλο μέρος του νομικού κόσμου της χώρας, γνώριζα.

Δίκη η οποία, και εφόσον η προσφυγή της Επιτροπής γίνει δεκτή, και γι αυτό είμαι σίγουρος (όσο σίγουρος μπορεί να είναι κανείς για την έκβαση εκκρεμούς δίκης), εξουδετερώνει πλήρως τη σχετική πρόβλεψη του ελληνικού Συντάγματος. Και μάλιστα, όπως μπορεί να προβλέψει κάθε σοβαρός άνθρωπος, που ξέρει πώς έχει διαμορφωθεί εδώ η κατάσταση τα τελευταία χρόνια στον χώρο της παιδείας, κατά τον χειρότερο τρόπο.

Όπως συνήθως διαμορφώνονται οι καταστάσεις στις οποίες εμπλέκονται οι διεθνείς σχέσεις της χώρας και στις οποίες οι πολιτικοί μας άρχοντες, σ’ ένα εξοργιστικό και θλιβερό κρεσέντο ημιμάθειας, τσαμπουκά και περιφρόνησης των αληθινών εθνικών συμφερόντων προς όφελος μικροκομματικών και πρόσκαιρων ωφελειών, παρουσιάζονται τόσο αδιάλλακτοι και αντίθετοι σε κάθε προσπάθεια συνεννόησης και ρύθμισης, και με τέτοια περιφρόνηση προς τους διεθνείς κανόνες και τις υποχρεώσεις της χώρας, αλλά και προς την πραγματική της ισχύ, ώστε, στο τέλος, η λύση που δεν διαλέγουμε αλλά μας επιβάλλεται να μην έχει τη μορφή απλής υποχώρησης, συμβιβασμού και ομαλής διευθέτησης μιας διαφοράς, αλλά να εμφανίζεται, περίπου, ως εθνική συμφορά και καταστροφή (δεν θα παραθέσω παραδείγματα, όλοι τα γνωρίζουμε άλλωστε).

Θα προσπαθήσω λοιπόν εδώ, με την προσοχή μου στραμμένη ιδίως στους φίλους που δεν είναι νομικοί, να εξηγήσω, όσο το δυνατόν πιο απλά, το θέμα που έχει δημιουργηθεί, και, ιδίως, το θέμα που θα δημιουργηθεί μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής. Η θλιβερή λοιπόν αυτή ιστορία έχει, περίπου, ως εξής:

Οχυρωμένες πίσω από το άρθρο 16 παρ. 5 του Συντάγματος, που απαγορεύει απολύτως την ίδρυση στην Ελλάδα σχολών πανεπιστημιακού επιπέδου από ιδιώτες (Έλληνες ή ξένους, αδιάφορο), όλες οι μετά το 1975 κυβερνήσεις παρέμειναν προσηλωμένες στο μοντέλο του κρατικού μονοπωλίου της ανώτατης εκπαίδευσης. Αδιαφορώντας για τουλάχιστον τέσσερα πράγματα:

- Την διαρκή υποβάθμιση του επιπέδου σπουδών στον τόπο μας (προσοχή, υποβάθμιση σε σύγκριση όχι αναγκαία με μια καλύτερη κατάσταση που υπήρχε ή υποτίθεται πως υπήρχε στο παρελθόν, αλλά με τη διεθνή κατάσταση και εξέλιξη ιδίως της ανώτατης παιδείας),

- Τον όλο και μεγαλύτερο αριθμό Ελλήνων που βρίσκουν καταφύγιο και στην πιο απίθανη σχολή του εξωτερικού, προκειμένου να αποκτήσουν το περιπόθητο δίπλωμα, και την μεγάλη οικονομική αιμορραγία και των οικογενειών τους και της εθνικής οικονομίας,

- Την, τεράστια πλέον, ανεργία στον χώρο των νέων επιστημόνων, απόρροια, σε μεγάλο βαθμό, της πραγματικής υποβάθμισης των πανεπιστημιακών τους τίτλων και, ιδίως,

- Την ίδρυση στον τόπο μας των λεγόμενων Κέντρων Ελεύθερων Σπουδών, τα οποία, με βάση «συμφωνίες δικαιόχρησης» (franchising) που συνάπτουν με διάφορα εκπαιδευτικά ιδρύματα του εξωτερικού (και ιδίως κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης) αναλαμβάνουν να παρέχουν στον τόπο μας κάποια έτη σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης στους σπουδαστές τους. Οι οποίοι, στη συνέχεια, ολοκληρώνουν τις σπουδές τους στη χώρα του ιδρύματος – μαμάς, που, βέβαια, αναγνωρίζει τα έτη σπουδών που αυτοί έχουν διανύσει στη χώρα μας, κι αποκτούν το σχετικό πτυχίο.

Γιατί οι κυβερνήσεις μας αδιαφορούσαν και συνεχίζουν να αδιαφορούν, ειδικά, για το τελευταίο; Μα, γιατί, απλούστατα, το ΔΙΚΑΤΣΑ, ως αρμόδιο για την ακαδημαϊκή αναγνώριση των πτυχίων κρατικό όργανο, δεν αναγνωρίζει τα πτυχία αυτά, πανεπιστημιακά δηλαδή πτυχία, το επαναλαμβάνω, που έστω και ένα μέρος των σχετικών σπουδών έχει γίνει σε μη κρατική σχολή στην Ελλάδα (το γεγονός ότι και για τα άλλα πτυχία, ας πούμε τα κανονικά, το ΔΙΚΑΤΣΑ, συνεδριάζοντας ελάχιστες φορές τον χρόνο, χρειάζεται, σε πολλές περιπτώσεις, χρόνια για να κρίνει και να χορηγήσει ή όχι την ισοτιμία, αφήνοντας τους κατόχους τους, νέους κατά τεκμήριο ανθρώπους, κυριολεκτικά βουτηγμένους στην απελπισία και θύματα της μαύρης αγοράς εργασίας το αφήνω στην άκρη, η συνολικότερη αναλγησία κι ο σαδισμός του νεοελληνικού κράτους δεν είναι τώρα το θέμα μας).

Κι ενώ έτσι κυλούσαν τα πράγματα και τίποτε δεν φαινόταν ικανό να διαταράξει την ειδυλλιακή αυτή κατάσταση, το 1989 εκδίδεται η οδηγία 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου "σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών". Με την οποία, εντελώς περιληπτικά, θεσπίστηκε, με σκοπό τη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και των υπηρεσιών, σύστημα αναγνώρισης διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που έχουν χορηγηθεί σε κοινοτικούς υπηκόους από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών και επιτρέπουν στους κατόχους τους την πρόσβαση σε νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα και την άσκησή του στο κράτος αυτό.

Με την οδηγία 89/48 λοιπόν οι κοινοτικοί αυτοί υπήκοοι (άρα και οι Έλληνες) αποκτούν το δικαίωμα να ασκούν, ως ελεύθεροι επαγγελματίες ή μισθωτοί, το αντίστοιχο επάγγελμα σε άλλο κράτος μέλος (κράτος μέλος υποδοχής), διάφορο εκείνου στο οποίο απέκτησαν το δίπλωμά τους. Ακόμη κι αν το κράτος αυτό (υποδοχής) δεν αναγνωρίζει το τμήμα των σπουδών που πραγματοποιήθηκε στο έδαφός του και που αξιοποιήθηκε από το κράτος, αρχή του οποίου χορήγησε το σχετικό δίπλωμα, και δεν δέχεται το δίπλωμα αυτό ως ισότιμο με τα δικά του. Η οδηγία αδιαφορεί για το θέμα αυτό: αρκεί ο κοινοτικός υπήκοος να είναι εφοδιασμένος με επαγγελματικό τίτλο στηριζόμενο σε δίπλωμα που του χορήγησε κάποιο κράτος μέλος, για να έχει, κατ' αρχήν, το δικαίωμα να ασκήσει το ίδιο επάγγελμα σε όλα τα άλλα κράτη μέλη.

Τα ίδια λοιπόν, κατά την Επιτροπή (και τον γράφοντα), ισχύουν ακόμη και για τη χώρα μας, ό,τι και να λέει το Σύνταγμά μας. Γιατί, για την ευρωπαϊκή έννομη τάξη, ακόμη και το Σύνταγμα κράτους μέλους οφείλει να υπακούει στο πρωτογενές και δευτερογενές κοινοτικό δίκαιο, αυτό το ξέρουν κι οι κότες στις Βρυξέλλες και το Λουξεμβούργο (κι εδώ το ξέρουν βέβαια, άλλο θέμα με τι παραμύθια ταΐζουν τους ιθαγενείς, και το θέμα είναι για πόσο ακόμη).

Κι αν αυτά ισχύουν ήδη από το 1989 με την οδηγία 89/48 (προς την οποία η Ελλάδα συμμορφώθηκε μόλις το 2000!, ατελώς βέβαια στο σημείο αυτό, γι αυτό και η σχετική δίκη, οι σχετικές όμως διατάξεις, ως άμεσης ισχύος, δεσμεύουν τα κράτη μέλη από το 1989), τα ίδια και χειρότερα πρεσβεύει η νέα οδηγία 2005/36, προς την οποία η χώρα μας ετοιμάζεται να συμμορφωθεί (και να δούμε πώς).

Έρχεται λοιπόν η Επιτροπή, αρμόδιο κοινοτικό όργανο για την εφαρμογή από τα κράτη μέλη του κοινοτικού δικαίου, και προσφεύγει στο ΔΕΚ κατά της ελληνικής δημοκρατίας, με αίτημα την καταδίκη μας γιατί, και μετά την οδηγία 89/48, εξακολουθούμε να μην αναγνωρίζουμε επαγγελματικά δικαιώματα σε πτυχιούχους κράτους μέλους, που επιθυμούν να εργαστούν στη χώρα μας, με την παράνομη, κατά την Επιτροπή, αιτιολογία, ότι τμήμα των σπουδών των πτυχιούχων αυτών έγινε στην Ελλάδα, στα περίφημα αυτά Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών, κι επομένως, κατά το ιερό άρθρο 16 του Συντάγματος, το τμήμα αυτό των σπουδών δεν μπορεί να αναγνωρισθεί.

Δεν θα αναλύσω νομικά περισσότερο το θέμα, νομίζω πως, για τις περιορισμένες ανάγκες του χώρου αυτού, έγινε κατανοητό. Θα παραθέσω μόνο την πραγματική κατάσταση, αντιγράφοντας από την εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» της 19.1 για τη χώρα μας: 20 κολέγια, 20.000 ο συνολικός ετήσιος αριθμός σπουδαστών, 1.500 έως 2.000 ο αριθμός αποφοίτων ανά έτος (με πτυχία που εμπίπτουν στην οδηγία για τα επαγγελματικά δικαιώματα), 73,3 έως 88 εκ. ευρώ εκτιμώμενος ετήσιος τζίρος, 15 με 20.000 ο αριθμός των αποφοίτων που αφορά ενδεχόμενη αναγνώριση.

Αν λοιπόν η προσφυγή αυτή γίνει δεκτή, όπως και, επαναλαμβάνω, είμαι σίγουρος, οι συμφωνίες «δικαιόχρησης» με ελληνικά «κολέγια» θα θεριέψουν. Χιλιάδες νέοι θα σπεύσουν να εγγραφούν στα κέντρα αυτά, αφού, πάντως, για πολλούς θα είναι καλύτερα να σπουδάζουν στη χώρα τους παρά στο εξωτερικό. Κέντρα που, όχι όλα αλλά πολλά, και λυπάμαι που το λέω, λειτουργούν με πολύ χαμηλά standards. Κι ευλόγως, αφού η ελληνική πολιτεία, με την κουτοπόνηρη σκέψη ότι τα «χαρτιά» που χορηγούν δεν έχουν, στην Ελλάδα, καμιά ισχύ, χρόνια τώρα τα έχει αφήσει, στην ουσία, να λειτουργούν χωρίς έλεγχο.

Μακιαβελική πραγματικά σκέψη, άξια συγχαρητηρίων, που δείχνει και την απύθμενη υποκρισία για το άρθρο 16. Γιατί, εφόσον τα κέντρα αυτά παρέχουν εκπαίδευση, και εφόσον τόσος και τόσος κοσμάκης καλώς ή κακώς τα εμπιστεύτηκε και τα εμπιστεύεται, και standards έπρεπε να έχουν τεθεί και σοβαρή κρατική εποπτεία έπρεπε να υπάρχει. Όχι για να τα απαγορεύσει ή να τα περιορίσει, αλλά για να προστατεύσει, αν μη τι άλλο, τους σπουδαστές τους. Και, κατ’ επέκταση, τη συνολική παροχή παιδείας στον τόπο μας.

Και, βέβαια, μετά την απόφαση του ΔΕΚ, οι αρμόδιοι, έκπληκτοι, θα ανακαλύψουν τότε το πρόβλημα. Και θ' αρχίσουν να τρέχουν. Προσποιούμενοι, κατά την προσφιλή τους συνήθεια, πως το πρόβλημα δεν το δημιούργησαν οι ίδιοι, αλλά κάποιοι σκοτεινοί κύκλοι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που, όπως όλοι ξέρουμε, άλλη δουλειά δεν κάνει από το να κυνηγά την έρμη τη χώρα μας

Νομίζω τώρα γίνεται κατανοητή η αποστροφή που είχα διατυπώσει στο προηγούμενο post για το πόσο χωρίς σημασία είναι ο περιορισμός της συζήτησης για το άρθρο 16 μόνο στην άρση ή όχι της απαγόρευσης ίδρυσης μη κρατικών ΑΕΙ. Γιατί, αν η απαγόρευση αυτή δεν αρθεί, όπως διακαώς φαίνεται να επιθυμεί τμήμα των πολιτικών δυνάμεων, καθώς κι η πανεπιστημιακή κοινότητα, που, κάθε μέρα καιρό τώρα διαδηλώνει για το θέμα αυτό, μεγάλο μέρος των νέων που επιθυμούν να σπουδάσουν εδώ αλλά σε μη κρατικά ΑΕΙ θα το κάνει μέσω των κέντρων αυτών. Έχοντας μόνο την υποχρέωση να διεκπεραιώσει λίγο χρόνο σπουδών στο εξωτερικό. Κατά την άποψή μου δε (κρατηθείτε) και καθόλου, αρκεί να δώσει εκεί τις τελικές εξετάσεις.

Ακόμη όμως κι αν το άρθρο 16 τροποποιηθεί και επιτραπούν ιδιωτικά ΑΕΙ, δεν νομίζω ότι κανένα σοβαρό ίδρυμα θα έρθει εδώ να επενδύσει εκατομμύρια ευρώ, σε ένα εγχείρημα αβέβαιης και πάντως μακροχρόνιας απόδοσης. Και γιατί να το κάνει, αφού με απείρως λιγότερα χρήματα μπορεί να συνεργαστεί με εγχώρια «κολέγια», τα οποία, βεβαίως, εύκολα μπορεί να αναβαθμιστούν, και να φτάσει στο ίδιο αποτέλεσμα.

Κλείνω με μερικές απλές σκέψεις:

Σε πόσες δηλώσεις και τοποθετήσεις πολιτικών ακούσατε να υπάρχει ο παραπάνω προβληματισμός; Κι ακόμη χειρότερα, σε πόσες δηλώσεις κλπ μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας; Από τις χιλιάδες σελίδες που γράφτηκαν και γράφονται για το θέμα; Προσωπικά, μήνες τώρα διαβάζω και τα πιο απίθανα πράγματα, μόνο τα λάβαρα της Επανάστασης του 21 δεν μας ζητούν να ξεθάψουμε. Για το κορυφαίο όμως, κατά την άποψή μου, ζήτημα της δίκης που άρχισε προχθές, άκρα του τάφου σιωπή. Λες και το έχει απαγορεύσει η Αρχή Προστασίας Δεδομένων, μπας και ταραχθεί η εθνική ηρεμία και αδιαφορία. Λίγα άρθρα στις εφημερίδες της 19.1 και λίγα σχόλια στις χθεσινές κυριακάτικες, από τις οποίες ξεχωρίζω τον πάντα εύστοχο «Διόδωρο τον Κυψελιώτη» στο Βήμα.

Αντίθετα, με μεγάλη θλίψη διάβασα δηλώσεις κορυφαίων στελεχών κομμάτων, οι οποίοι τυχαίνει να είναι και πανεπιστημιακοί, και μάλιστα στον χώρο του δημοσίου δικαίου, σύμφωνα με τις οποίες η δίκη που σας περιέγραψα, κι αν χαθεί, δεν έχει σχέση με το άρθρο 16 παρ. 5 του Συντάγματος, αφού δεν αφορά την ακαδημαϊκή ισοτιμία αλλά τα επαγγελματικά δικαιώματα. Ειλικρινά, τέτοια απίστευτη δήλωση δεν την περίμενα, ακόμη κι από πολιτικό. Αφού κάθε πανεπιστημιακός τίτλος σε επαγγελματικό τίτλο βέβαια οδηγεί, επάγγελμα θέλουν να ασκήσουν όσοι σπουδάζουν κι όχι να κρεμάσουν το πτυχίο τους σε κάντρο.

Αλλά τι να πω, ακόμη κι όταν δεκάδες χιλιάδες κατόχων τέτοιων επαγγελματικών τίτλων θα ‘χουν γεμίσει τη χώρα και θα ασκούν, νόμιμα, επαγγέλματα για τα οποία χρειάζεται πανεπιστημιακό δίπλωμα, αυτοί είναι ικανοί να λένε ότι εντάξει, δεν έγινε τίποτε, ο δημόσιος χαρακτήρας των πανεπιστημίων μας δεν θίχτηκε, μόνον επάγγελμα κάνουν οι έρμοι, δεν είναι όμως και ακαδημαϊκά ισότιμοι…

Όπως είπα και πιο πάνω, η καταδίκη της Ελλάδας είναι σίγουρη. Εύχομαι κι ελπίζω τότε η χώρα να συμμορφωθεί με την απόφαση του ΔΕΚ και να μην ζήσουμε τα όσα ζήσαμε και ζούμε με την υπόθεση του βασικού μετόχου. Άλλη μια πατέντα αυθεντικά ελληνική και παγκοσμίως άγνωστη, η οποία διέσυρε κι ακόμη διασύρει τη χώρα διεθνώς. Και που, το χειρότερο, υποχρέωσε τον «εθνικά περήφανο λαό» να υποχωρήσει ταπεινωτικά, λίγο μόλις καιρό μετά τις φοβερές κορώνες που ύψωσε παγκοσμίως για την ανάγκη υπεράσπισης του Συντάγματός μας.

Ας συνεχίσουμε λοιπόν εμείς εδώ, από το τεράστιο και απόλυτης εθνικής προτεραιότητας θέμα της παιδείας, να ασχολούμαστε μόνο με την ίδρυση ή μη ιδιωτικών ΑΕΙ. Ας συνεχίσουμε την αγαπημένη μας ασχολία, να πολεμάμε σε πεδία χθεσινών μαχών, ακόμη κι όταν οι αντίπαλοι στρατοί έχουν κινήσει γι αλλού. Ας χάσουμε, χορεύοντας αμέριμνοι στα σαλόνια του Τιτανικού, άλλη μια ευκαιρία, ίσως μια από τις τελευταίες, να δούμε συνολικά το θέμα παιδεία στη χώρα. Που αρχίζει πριν από το δημοτικό και δεν τελειώνει ποτέ. Κι ας εξακολουθήσουμε να ανεχόμαστε δημοτικά και γυμνάσια της συμφοράς, να υπολειτουργούν με όσους μαθητές δεν έχουν τα μέσα να σπουδάσουν σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, και με καθηγητές που τον μισό χρόνο απεργούν και τον άλλο μισό κάνουν ιδιαίτερα φροντιστήρια στους μαθητές τους. Να θεωρούμε φυσιολογικό οι μαθητές να διδάσκονται, έξω από το σχολείο, με πληρωμή, όλα τα σοβαρά μαθήματα, μαζί και τις ξένες γλώσσες, με αποτέλεσμα η δωρεάν παιδεία μας να κοστίζει εκατομμύρια.

Να ανεχόμαστε, επίσης, να ιδρύονται εκπαιδευτικά ιδρύματα από δω κι από κει, με κριτήριο όχι την ορθολογική οργάνωση της εκπαίδευσης αλλά την οικονομική ενίσχυση των τοπικών κοινωνιών. Να αποκαλούμε τα ΑΕΙ πλήρως αυτοδιοικούμενα, όταν ούτε χαρτί τουαλέτας δεν μπορούν ν' αγοράσουν χωρίς έγκριση του υπουργείου. Να έχουμε ΔΕΠ που αναπαράγεται με σκοτεινές διαδικασίες και, όσο μπορεί, απασχολείται επαγγελματικά αλλού.

Και, βέβαια, να έχουμε φοιτητές που, αντί να υπερασπίζονται τα αληθινά συμφέροντά τους, θεωρούν χρέος τους να εντάσσονται σε κομματικές νεολαίες και ν' αποφασίζουν σύμφωνα με τις επιταγές τους, λες κι αυτές θα τους βρουν δουλειά σ' ένα σύστημα που, όπως λειτουργεί, και, ιδίως, όπως δυστυχώς σχεδιάζεται για το μέλλον, τους προορίζει για αιώνιους ανεπάγγελτους. Κι ακόμη χειρότερα, φοιτητές που υποτάσσονται, παθητικά, σε αποφάσεις που έχουν πάρει γι αυτούς θλιβερές μειοψηφίες, που κανένα φως της μέρας δεν βλέπει και που κανείς δεν πολυξέρει ποιοι τις αποτελούν και ποιες κοινωνικές δυνάμεις πραγματικά εκφράζουν.

Και, τέλος, να κλείνουμε τα μάτια σε ΑΕΙ που τελούν μόνιμα υπό κατάληψη, η οποία, βέβαια, υποβαθμίζει ακόμη περισσότερο τα ήδη υποβαθμισμένα πτυχία. Και, κερασάκι στην τούρτα, προσοχή μην ακουμπήσουμε τον θεσμό του φοιτητικού ασύλου, μια από τις μεγαλύτερες ελληνικές πατέντες, που, όπως έχει εκφυλιστεί, είναι, φοβάμαι, το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να κάνει η πανεπιστημιακή κοινότητα και η πολιτική ηγεσία στο ιδιωτικό κεφάλαιο που δραστηριοποιείται στον χώρο της παιδείας.

Κι αν μας στριμώξει η Ευρωπαϊκή Ένωση, ε, δεν το ‘χουμε και πολύ να καταργήσουμε το άρθρο 28 και να αποχωρήσουμε από το εοκικό συνδικάτο που, χρόνια τώρα, μας πίνει το αίμα και τόσα κακά απεργάζεται για τον δημόσιο χαρακτήρα των ΑΕΙ μας, εξάλλου οι Ευρωπαίοι είναι που μας έχουν ανάγκη κι όχι εμείς αυτούς, εδώ δεν είναι άλλωστε που εφευρέθηκε η παιδεία όταν αυτοί, σκαρφαλωμένοι στα δέντρα, έτρωγαν βελανίδια, τόσες φορές που το' χουμε ακούσει, ακόμη να το πιστέψουμε;

Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2007

Minima Moralia (Theodor Adorno)

---

... Οι άνθρωποι ξεμαθαίνουν να κάνουν δώρα. ... Η ευτυχία της πραγματικής προσφοράς δώρων βρισκόταν στην ικανότητα του δωρητή να φαντάζεται την ευτυχία του αποδέκτη. Σημαίνει ότι διαλέγει, διαθέτει χρόνο, βγαίνει από τον δρόμο του, σκέπτεται τον άλλο ως υποκείμενο: το αντίθετο της λήθης. Ακριβώς προς τούτο δεν είναι σχεδόν κανένας πια ικανός. Στην καλύτερη περίπτωση χαρίζουν ό,τι θα επιθυμούσαν για τον εαυτό τους, μόνο κατά μερικές βαθμίδες χειρότερα. Ο ξεπεσμός της προσφοράς δώρων καθρεφτίζεται στην οδυνηρή εφεύρεση των ειδών δώρων, τα οποία στηρίζονται ήδη στο γεγονός ότι δεν ξέρει κανείς τι να χαρίσει, διότι δεν το θέλει πραγματικά. Αυτά τα εμπορεύματα είναι άσχετα όπως οι αγοραστές τους. Ήταν από την πρώτη κιόλας μέρα αζήτητα. Παρόμοια και η επιφύλαξη του δικαιώματος αλλαγής τους, που υποδηλώνει στον αποδέκτη: πάρε αυτό το πράγμα, κάνε ό,τι θέλεις μ' αυτό. Αν δεν σου ταιριάζει, το ίδιο μου κάνει, βρες αντ' αυτού κάτι άλλο. Αυτή μάλιστα η καθαρή αντικαταστατότητα αποδεικνύεται ανθρωπινότερη σε σύγκριση με την αμηχανία απέναντι στα συνηθισμένα δώρα, διότι τουλάχιστον επιτρέπει στον αποδέκτη να χαρίσει κάτι στον εαυτό του, και εδώ βέβαια βρίσκεται και η απόλυτη αντίφαση προς την προσφορά δώρων. ...

Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2007

Aux armes citoyens! (suite)

---



Ορισμένα από τα σχόλια που καλοί φίλοι είχαν την καλοσύνη να διατυπώσουν στο προηγούμενο post για το άρθρο 16, καθώς και ο καταιγισμός των σημερινών δημοσιευμάτων στον ημερήσιο τύπο, μου δημιουργούν την ανάγκη να επανέλθω, αν και είχα αποφασίσει διαφορετικά, στο θέμα.

Και, μιας που στις τόσες και τόσες αναλύσεις για το τι πρέπει, τι δεν πρέπει, τι θα ‘πρεπε και τι δεν θα ‘πρεπε να γίνει, πουθενά δεν είδα να προηγείται μια απεικόνιση του ισχύοντος άρθρου, λες κι είναι αυτονόητο ότι ο μέσος Έλληνας ξεκινά τη μέρα του απαγγέλλοντάς το στη γυναίκα του και τα παιδιά του, αποφάσισα, ιδίως για τους μη νομικούς, να παραθέσω, αυτούσια (με bold και italics χαρακτήρες) τις διατάξεις που, κατά την άποψή μου, παρουσιάζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα. Και να διατυπώσω μερικές πολύ πρόχειρες σκέψεις. Και ερωτήματα. Απευθυνόμενα, κυρίως, σ’ όσους υποστηρίζουν πως το άρθρο αυτό δεν πρέπει με τίποτε να το ακουμπήσουμε, τόσο τέλειο που είναι.

Θεωρώ αυτονόητο να επαναλάβω ότι τα όσα γράφω και υποστηρίζω εδώ είναι εντελώς άσχετα με τις προτάσεις των κομμάτων και το πώς αυτά φαντάζονται την επικείμενη αναθεώρηση. Γιατί διεκδικώ, όσο μπορώ, το δικαίωμά μου να είμαι σκεπτόμενος άνθρωπος. Και να εκφράζω την άποψή μου όπως ακριβώς την πιστεύω, έξω από κομματικές ή οποιουδήποτε άλλου είδους δεσμεύσεις, εξαγγελίες, στρατηγικές, επιδιώξεις και φαντασιώσεις. Ακόμη κι αν, όπως προσπαθούν να μας πείσουν, μακριά απ’ αυτές δεν υπάρχει παράδεισος. Τότε, μου αρκεί κι η κόλαση. Κι είμαι σίγουρος ότι εκεί θα βρεθώ με κάποιους από σας, οπότε ωραία θα ‘ναι, θα μπορούμε να συνεχίσουμε ανενόχλητοι την κουβεντούλα μας.

Τέλος, ίσως κάποτε πρέπει να συζητήσουμε και το γιατί η αναθεώρηση του άρθρου 16 μικρή σημασία έχει. Όπως και η μη αναθεώρησή του. Όπως και οποιαδήποτε συζήτηση που εγκλωβίζεται μόνο σε διατάξεις νόμων, συνταγμάτων και υπερσυνταγμάτων, χωρίς καμία αναφορά στο τι πράγματι συμβαίνει και τι πρέπει να αλλάξει. Και που διεξάγεται σ’ ένα τόπο, που η πραγματική ζωή εξελίσσεται ερήμην του κανόνα. Αρκεί αυτός να υπάρχει. Έτσι, για να τηρούνται τα προσχήματα. Γιατί, στην Ελλάδα η γυναίκα του Καίσαρα δεν χρειάζεται να είναι τίμια. Αρκεί να φαίνεται τίμια.
---------

Άρθρο 16

1. … Η ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελευθερία της διδασκαλίας δεν απαλλάσσουν από το καθήκον της υποταγής στο Σύνταγμα.


Περιττή διάταξη, όπως και πολλές άλλες που, κακώς, περιέχονται στον θεμελιώδη νόμο της χώρας. Ο οποίος, ενώ κάθε σωστό Σύνταγμα είναι λιτό και περιεκτικό, έχει διογκωθεί τόσο, που έχει προσλάβει επικίνδυνες διαστάσεις. Καμία ελευθερία δεν νοείται έξω από τα συνταγματικά πλαίσια. Αρκεί, βέβαια, οι επί μέρους εκδηλώσεις της να διασταυρώνονται με αυτό. Όπως δεν νοείται και έξω από το σύνολο των κανόνων δικαίου. Με την επιπρόσθετη προϋπόθεση οι κανόνες αυτοί να μην προσκρούουν σε άλλους κανόνες υπέρτερου κύρους.

2. Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της ηθικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες.

Ουπς, εδώ χτυπήσαμε φλέβα, ας σταθούμε λίγο. Λοιπόν, έχουμε και λέμε. Το Κράτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να παρέχει παιδεία με συγκεκριμένους σκοπούς (δεν θέλω εδώ να αναφέρω ποιες κοινωνίες συνταγματοποίησαν τους σκοπούς τους, και ειδικά στο θέμα της παιδείας, και σε τι πραγματικά απέβλεπαν), στους οποίους μάλιστα περιλαμβάνεται η ανάπτυξη όχι μόνο της ηθικής συνείδησης (τι θα πει αυτό άραγε;) αλλά και της θρησκευτικής!

Δηλαδή, με απλά λόγια, ντε και καλά οι εκπαιδευόμενοι είναι υποχρεωμένοι να αναπτύσσουν θρησκευτική άποψη και κοσμοθεωρία (πάλι καλά που δεν επιβάλλεται, τουλάχιστον ρητά, συγκεκριμένη θρησκεία). Και το άρθρο 13, που επιτρέπει στον καθένα μας όχι μόνο να πρεσβεύει όποια θρησκεία θέλει, αλλά και να μη πρεσβεύει καμία θρησκεία, ή να είναι άθεος, ή και να πρεσβεύει την αθεΐα; Είναι άρθρο κατώτερου Θεού αυτό;

Σταματώ. Για την παράγραφο αυτή, που δεν βλέπω να γίνεται και μεγάλος λόγος στη συζήτηση που έχει ανοίξει, θα μπορούσαν να γραφούν βιβλία επί βιβλίων.

4. Όλοι οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας σε όλες τις βαθμίδες της, στα κρατικά εκπαιδευτήρια. …

Μάλιστα, η παιδεία, κατά συνταγματική επιταγή, είναι δωρεάν. Σε όλες τις βαθμίδες. Και ενισχύονται όσοι διακρίνονται. Εδώ θα ρωτούσα αν ξέρετε το άλλο ανέκδοτο με τον Τοτό, αλλά το ‘χουμε ακούσει τόσες φορές ...

Τέλος πάντων, για όσους δεν το ξέρατε, η παρεξήγηση λύθηκε κι η αλήθεια έλαμψε, ίσως η διάταξη αυτή είχε παραπέσει, το αφεντικό τρελάθηκε και τα δίνει όλα δωρεάν. Όσοι από μας λοιπόν πληρώνουμε απίστευτα ποσά σε φροντιστήρια κλπ, να σταματήσουμε αμέσως, πρόκειται περί λάθους. Και να αναζητήσουμε και τα καταβληθέντα. Όσα τουλάχιστον δεν έχουν παραγραφεί. Αν τρέξουμε, προφταίνουμε.

Στην ίδια παράγραφο: Γιατί δωρεάν παιδεία μόνο για τους Έλληνες; Κι όχι για όσους κατοικούν στην Ελλάδα; Για να μπορεί ο κοινός νομοθέτης να βάλει, αν θέλει, δίδακτρα στα παιδιά των οικονομικών μεταναστών; Αυτά δηλαδή να μη μάθουν γράμματα; Μήπως γιατί οι γονείς τους, κατά τεκμήριο, είναι τόσο εύποροι που μπορούν να τα στείλουν σε ιδιωτικά σχολεία;

5. Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση.

Γιατί ΝΠΔΔ; Ή μόνο ΝΠΔΔ; Μπορεί κανείς να το εξηγήσει αυτό; Και να μας πει αν συμβαίνει και σ’ άλλη χώρα τα ανώτατα ιδρύματα να έχουν τη μορφή αυτή, που καθιστά άκρως δυσχερή και προβληματική την ανάληψη κάθε πρωτοβουλίας έξω από τον ασφυκτικό έλεγχο της κρατικής εξουσίας;

Πλήρης αυτοδιοίκηση. Μάλιστα. Που και στυλό να θέλουν να αγοράσουν τα ΑΕΙ πρέπει να υπογράψει κάποιος μανδαρίνος του Υπουργείου Παιδείας. Άλλη μια εκδήλωση της περίφημης newspeak του νεοελληνικού παραλογισμού.

6. Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί … δεν μπορούν να παυθούν … παρά μόνο με τις προϋποθέσεις … αποχωρούν … στο οποίο συμπληρώνουν το εξηκοστό έβδομο έτος …

Μακροσκελής διάταξη, που κατοχυρώνει τα δικαιώματα των καθηγητών κλπ, κατά τη γνώμη μου όχι μόνον άχρηστη αλλά και απίστευτα αντιδραστική. Γιατί απαγορεύοντας, στην ουσία, στα πανεπιστήμια να επιλέγουν το προσωπικό τους, να το αμείβουν, να το αξιολογούν και να απομακρύνουν τους άχρηστους, έχει παραδώσει τους φοιτητές στο έλεος μιας τάξης κρατικών «λειτουργών» οι οποίοι, με εργαλείο τον περίφημο «νόμο – πλαίσιο», αναπαράγονται με τον τρόπο που αυτοί νομίζουν σωστό. Έχοντας δηλαδή τη δυνατότητα να επιλέγουν όσους παρέχουν εχέγγυα ότι θα ενταχθούν στο σύστημα. Και να αποφεύγουν, σαν τον διάολο το λιβάνι, εκείνους που ίσως, από αφέλεια, πιστεύουν ότι προσλαμβάνονται στο πανεπιστήμιο για να απασχοληθούν σοβαρά με τα καθήκοντά τους, την έρευνα δηλαδή και τη διδασκαλία.

«Λειτουργούς» τέλος, πολλοί από τους οποίους, κι όσο ανέρχονται στην ιεραρχία του ΔΕΠ, αναθέτουν το διδακτικό τους έργο, για το οποίο όμως πληρώνονται, σε κατώτερους, εγκαταλείπουν το πανεπιστήμιο και σπεύδουν να απασχοληθούν οπουδήποτε αλλού, κάνοντας χρήση του αξιώματός τους, και της όποιας ισχύος αυτό τους δίνει.

[Και, προς Θεού, εδώ μιλάμε για διατάξεις και για νομικές δυνατότητες, όχι για συγκεκριμένα πρόσωπα, μην ακούσω ότι θίγω κάποιον ή κάποιους. Και, βέβαια, δεν θα 'θελα να στενοχωρήσω όσους υπέροχους ανθρώπους - και γνωρίζω μερικούς - έχουν δώσει κυριολεκτικά και τη ζωή τους για να ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους, με ήθος, σοβαρότητα και αξιοπρέπεια.

Γιατί, ειλικρινά, δεν είναι αυτή η πρόθεσή μου. Θα ‘ταν όμως ενδιαφέρον, στο σημείο αυτό, το υπουργείο να δημοσιοποιήσει στοιχεία με τις ώρες πραγματικής ετήσιας απασχόλησης των μελών του ΔΕΠ στο ίδρυμά τους, και ιδίως των τακτικών καθηγητών, στις περιούσιες σχολές, όπως Ιατρική και Νομική. Και μετά συνεχίζουμε τη συζήτηση. Με δεδομένα και όχι εικασίες].

7. Η επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση παρέχεται από το Κράτος και με σχολές ανώτερης βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια …

Το κράτος παρέχει και την επαγγελματική εκπαίδευση λοιπόν. Σωστά, μόνο που, εδώ και χρόνια, την έχει εγκαταλείψει. Αφού «ανωτατοποίησε» τα ΤΕΙ χωρίς να ιδρύσει άλλες ανώτερες σχολές. Και χωρίς να επιτρέπει και στους ιδιώτες να ιδρύσουν. Κι έτσι, αυτή τη στιγμή, η Ελλάδα, κατά παγκόσμια πρωτοτυπία, δεν έχει ανώτερες σχολές, τόσο απαραίτητες όμως για πλήθος επαγγελμάτων, και ειδικά των τεχνικών.

Φυσικό φαίνεται, αφού, όπως πάμε, θα «ανωτατοποιηθούν» και τα νηπιαγωγεία. Για να αποκτήσουν τις σχετικές απολαβές και προνόμια οι διδάσκοντες. Και το αντίστοιχο πτυχίο οι μαθητές. Που σε λίγα χρόνια θα ‘ναι κάτι σα τις χάρτινες δραχμές της κατοχής, ξέρετε πεντακόσια δισεκατομμύρια κλπ σε ένα χαρτονόμισμα, πραγματικής αξίας μισού κιλού ψωμιού. Άλλο σημείο, στο οποίο από όλα τα κόμματα παρατηρείται εκκωφαντική σιωπή.

8. … Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται.

Ωχ, φτάσαμε στην πέτρα του σκανδάλου, τα ΑΕΙ, το Γκράαλ της εκπαίδευσης, το χρυσόμαλλο δέρας, προσοχή, μπαίνουμε σε αληθινό ναρκοπέδιο. Δεν μπορώ όμως παρά να ρωτήσω:

Τι πρέπει να ενδιαφέρει ένα κράτος, η μορφή, το κέλυφος μιας υπηρεσίας ή δραστηριότητας ή το περιεχόμενο; Για να το πω κινέζικα, ενδιαφέρει το χρώμα της γάτας ή το αν πιάνει ποντίκια; Και δεν αναφέρομαι βέβαια στον σκληρό πυρήνα του κράτους (στρατός, αστυνομία κλπ, αν και το τι απαρτίζει τον πυρήνα αυτό διεθνώς αμφισβητείται). Αλλά στις λοιπές δραστηριότητες. Και μάλιστα σ’ αυτές που, ιστορικά, ξεκίνησαν από μη κρατικές οντότητες. Όπως οι υπηρεσίες υγείας και παιδείας. Γιατί να μπορώ (ευτυχώς) να κάνω μιαν εγχείρηση σε κλινική, που θα λειτουργεί, βέβαια, μέσα στα όρια του νόμου (γιατροί, χώροι, ιατρικές πράξεις κλπ) και να μην μπορώ να σπουδάσω σ’ ένα παρόμοιο ΑΕΙ;

Τι φοβόμαστε; Μην δραστηριοποιηθούν σκιντζήδες στον χώρο της εκπαίδευσης και υποβαθμισθεί η παρεχόμενη παιδεία; Μα, αυτό ακριβώς είναι θέμα θεσμικού πλαισίου, ελέγχου, εισαγωγής υψηλών standards, εποπτείας. Όπως γίνεται παντού.

Μήπως έρθουν στην Ελλάδα τα Καίμπριτζ, οι Οξφόρδες και τα Χάρβαρντ και μας πάρουν την πελατεία; Μήπως γυρίσουν στη χώρα τα παιδιά μας που τώρα σπουδάζουν και στις πιο απίθανες χώρες;

Μήπως η Κυβέρνηση χάσει κάποιο κομματάκι ελέγχου ενός νευραλγικού τομέα; Μήπως χρειαστεί να στενοχωρήσει κάποιους καθηγητές, που θα δουν τη σίγουρη πελατεία τους να διαρρέει;

Τι τέλος πάντων; Και γιατί η ιδιωτική ανώτατη παιδεία θα υποβαθμίσει τη δημόσια; Μήπως, αντίθετα, είναι η μόνη της ευκαιρία να αναβαθμισθεί;

Γιατί, ιστορικά, παράδειγμα μονοπωλίου που να αυτοβελτιώνεται δεν γνωρίζω. Σε κανένα χώρο. Και φοβάμαι ότι η παροχή ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα μας δεν θα αποτελέσει εξαίρεση. Σε μιαν εποχή μάλιστα που, με την κατάρρευση των συνόρων και την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, το επίπεδο εκπαίδευσης ενός λαού ίσως καθορίσει το μέλλον του, για πολλά χρόνια.

Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2007

Ο νόμος του Dilbert (Scott Adams)

---

Ομαδική εργασία

... Η ομαδική εργασία είναι το αντίθετο της αποτελεσματικής διαχείρισης χρόνου. Δεν μπορείς να διαχειριστείς αποτελεσματικά το χρόνο σου αν δεν καταφέρεις να απαλλαγείς από τους συναδέλφους σου. Αυτοί θα προσπαθήσουν να σε πείσουν να εγκαταλείψεις τις δικές σου προτεραιότητες και να ασχοληθείς με τις δικές τους. Είναι, κατά κανόνα, εγωιστές και σατανικοί.

Όταν είσαι ομαδικός παίκτης δεν διαφέρεις πολύ από ένα τσουβάλι κανναβούρι μέσα σ' ένα πτηνοτροφείο. Κάθε συνάδελφος θα έρχεται να πάρει μια μπουκιά από τη δική σου θρεπτική τροφή, αφήνοντας ένα "δωράκι" με περιορισμένη αξία μεταπώλησης. Όπου υπάρχει ομαδική εργασία, υπάρχουν άνθρωποι με πολλές πληγές από ράμφη στο κεφάλι τους. ...

Aux armes citoyens!

---




Αρχίζουν σήμερα οι αγώνες για να μην αναθεωρηθεί το άρθρο 16 του Συντάγματος.

Μάλιστα. Να μην αναθεωρηθεί. Γιατί, προφανώς, είναι εξαιρετικά πετυχημένο. Κι έχει τόσα προσφέρει στην υψηλής ποιότητας δημόσια εκπαίδευση που παρέχεται στον τόπο μας. Εκπαίδευση όχι μόνο τριτοβάθμια, αλλά και πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια (το άρθρο αυτό, βέβαια, αφορά το σύνολο της εκπαίδευσης, ας μην το ξεχνάμε).

Ανήκω σ’ αυτούς που σέβονται, ή τουλάχιστον προσπαθούν, τις γνώμες των άλλων. Όσο κι αν μου φαίνονται παράλογες, ακόμη κι εξοργιστικές. Ειδικά όταν οι γνώμες αυτές ανάγονται σε θέματα «υψηλής έντασης», συνδεδεμένα με την ιδεολογία του καθενός μας, με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την επιθυμητή πορεία των πραγμάτων και επιθυμούμε να συμβάλουμε σ’ αυτήν .

Υπάρχουν όμως δύο δοκιμασίες, στις οποίες υποβάλλω κάθε γνώμη. Και που, αν δεν τις ξεπεράσουν με επιτυχία, τις απορρίπτω.

Δοκιμασία πρώτη: Η αρμονία ή η σύγκρουση με την πραγματικότητα. Γιατί, σε περίπτωση σύγκρουσης, και μιας που δεν πιστεύω πως ο γιαλός είναι στραβός, βεβαιώνομαι πως στραβά αρμενίζουμε. Και πως αυτό πρέπει ν’ αλλάξει. Όσο είναι καιρός.

Ας ρίξουμε λοιπόν μια ματιά γύρω μας κι ας δούμε πόσοι μαθητές και σπουδαστές φοιτούν σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, από νηπιαγωγεία μέχρι μεταπτυχιακά ΑΕΙ. Είτε νόμιμα, σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία, είτε στη γκρίζα περιοχή των κέντρων ελεύθερων σπουδών που είναι συνδεδεμένα με ξένα ανώτατα ιδρύματα, είτε απευθείας στο εξωτερικό. Ας δούμε τι πίεση υπάρχει από γονείς να εγγράψουν τα παιδιά τους στα εκπαιδευτήρια αυτά. Κι ας φανταστούμε, ως υπόθεση εργασίας, ότι, προς στιγμήν, δεν τίθεται θέμα χρημάτων. Πόσοι θα προτιμούσαν τότε τα δημόσια εκπαιδευτήρια; Ξέρετε κανέναν;

Και, ειδικά για τους μαθητές, υπάρχουν πολλοί που δεν τρέχουν από ιδιαίτερο σε ιδιαίτερο, για να αποκτήσουν, πληρώνοντας αδρά, τις γνώσεις που, σύμφωνα με το άρθρο 16, υποτίθεται πως αποκομίζουν, δωρεάν, στα δημόσια εκπαιδευτήρια;

Αν όμως είναι έτσι, τι είδους δωρεάν παιδεία έχουμε; Αν οι λέξεις πρέπει ακόμη να έχουν κάποιο νόημα; Ή έχουμε ήδη περάσει στη newspeak του Όργουελ και δεν το καταλάβαμε;

Τι άλλο, λοιπόν, αποδεικνύει η κατάσταση αυτή, εκτός από το ότι η δημόσια παιδεία (όπως και η δημόσια υγεία, άλλη φορά όμως θα μιλήσουμε γι αυτήν) στον τόπο μας νοσεί; Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, που να την προτιμούν μόνον όσοι δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά; Κι αυτό μετά από τριάντα ένα χρόνια ανεμπόδιστης εφαρμογής του άρθρου 16. Με την παρούσα του μορφή.

Δοκιμασία δεύτερη: Η προσωπική συμπεριφορά των υποστηρικτών μιας άποψης. Κι η συνέπεια που οι ίδιοι δείχνουν προς την άποψη αυτή (η δοκιμασία του Ταρτούφου).

Πού άραγε να έχει σπουδάσει ένα μεγάλο μέρος όσων – και δεν εννοώ τους μαθητές / φοιτητές, αλλά, ιδίως, τους opinion makers της κοινωνίας μας - κόπτονται για τη μη αναθεώρηση του άρθρου 16; Και, ιδίως, πού σπουδάζουν τα παιδιά τους; Ή πού θα σπουδάσουν; Στα δημόσια ελληνικά εκπαιδευτήρια; Και στα ελληνικά ΑΕΙ; Ή σε κάποιον ιδιωτικό φορέα; Κατά προτίμηση της αλλοδαπής (όταν έρθει η ώρα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης);

Επίσης: Πόσοι απ’ αυτούς ανήκουν στο ΔΕΠ των διαφόρων ιδρυμάτων; Και τι συμφέρον έχουν να μην γίνει τίποτε που να μπορεί να τους θίξει;

Για να το δυσκολέψουμε: Από τους τακτικούς καθηγητές των Ανωτάτων Σχολών (μερικοί από τους οποίους ανήκουν στους πλέον επιφανείς εκπροσώπους των κομμάτων στα ζητήματα αναθεώρησης), πόσοι εξακολουθούν να παρέχουν πραγματικές υπηρεσίες στις σχολές τους (δεν εννοώ όσους τελούν σε αναστολή λόγω βουλευτικής ιδιότητας);

Και πόσοι, αντίθετα, χρησιμοποιούν τον τίτλο τους και ό,τι αυτός συνεπάγεται για να εργάζονται αλλού; Θέλετε να μάθετε πόσες ώρες τον χρόνο διδάσκουν οι τακτικοί καθηγητές; Πχ των Νομικών Σχολών; Ή πρέπει μάλλον να μιλήσουμε για λεπτά της ώρας; Ετήσιας, πάντα, απασχόλησης. Στη συνέχεια, ας διαιρέσουμε τις ώρες αυτές με τον μισθό τους. Για να δούμε πόσο κοστίζει κάθε ώρα διδασκαλίας. Αλλά, ας το αφήσουμε αυτό, θα στενοχωρηθούν πολλοί, και μάλιστα φίλοι.

Τι συμφέρον λοιπόν έχουν όλοι αυτοί να αλλάξει κάτι; Αντίθετα, θα έλεγα, κι επειδή είναι μια χαρά άνθρωποι, γιατί ξαφνικά να τρελαθούν; Και να ροκανίσουν τα θεμέλια της επιτυχίας τους; Γιατί να κάνουν χώρο σε ανταγωνιστικά μαγαζιά; Μια χαρά δεν είμαστε έτσι; Αν είναι δυνατόν, τόσα άρθρα έχει το Σύνταγμα, μανία πια με το 16 ...

Πρόταση: Το άρθρο 16 να μείνει όπως έχει. Στο νέο Σύνταγμα μάλιστα να γραφεί με bold γραμματοσειρά, δυο μεγέθη μεγαλύτερη από τα άλλα άρθρα. Με κόκκινα γράμματα, και την προειδοποίηση «Προσοχή, κι η απλή σκέψη για αναθεώρηση μπορεί να βλάψει σοβαρά την υγεία». Για σιγουριά, να θεσπιστεί διάταξη, που να απαγορεύσει την αναθεώρησή του για τα επόμενα εκατό χρόνια.

Κι αν τυχόν οι μέλλουσες γενιές, μέσα σε κρίση παραφροσύνης, το καταργήσουν (άπαγε της βλασφημίας), ο αριθμός 16 να μείνει κενός. Κανένα άλλο άρθρο στη θέση αυτή, από το 15 να πηγαίνουμε στο 17. Τιμής ένεκεν, του αξίζει.

Γιατί, τέτοιο άρθρο δεν το ακουμπάμε, αλλά το προσκυνάμε. Μακαρίζοντας την τύχη μας, που το ‘στειλε στον δρόμο μας. Κι αυτό κι όσους έχουν χτίσει την καριέρα τους πάνω του.

Από σήμερα λοιπόν, ας ενώσουμε τη φωνή μας, όσοι πειράξετε το άρθρο 16, 16 να 'ναι οι ώρες σας ...