---

Στο προηγούμενό μου post για την αναθεώρηση του άρθρου 16 υποστήριξα, συβιλλικά, πως, τελικά, και για το θέμα που συνταράσσει το πανελλήνιο τον τελευταίο καιρό, δηλαδή την άρση ή μη του κρατικού μονοπωλίου στην ίδρυση ΑΕΙ, μικρή σημασία έχει το αν θα αναθεωρηθεί ή όχι το άρθρο αυτό.
Δεν θέλησα τότε να αναλύσω τη θέση μου αυτή, για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί άλλος ήταν ο σκοπός εκείνου του post, και δεύτερον γιατί, από διακριτικότητα, περίμενα ν' αρχίσει η σχετική δίκη στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Επιτροπή κατά Ελλάδας, C-274/05, 18.1.2007), την οποία, βέβαια, όπως και υποθέτω μεγάλο μέρος του νομικού κόσμου της χώρας, γνώριζα.
Δίκη η οποία, και εφόσον η προσφυγή της Επιτροπής γίνει δεκτή, και γι αυτό είμαι σίγουρος (όσο σίγουρος μπορεί να είναι κανείς για την έκβαση εκκρεμούς δίκης), εξουδετερώνει πλήρως τη σχετική πρόβλεψη του ελληνικού Συντάγματος. Και μάλιστα, όπως μπορεί να προβλέψει κάθε σοβαρός άνθρωπος, που ξέρει πώς έχει διαμορφωθεί εδώ η κατάσταση τα τελευταία χρόνια στον χώρο της παιδείας, κατά τον χειρότερο τρόπο.
Όπως συνήθως διαμορφώνονται οι καταστάσεις στις οποίες εμπλέκονται οι διεθνείς σχέσεις της χώρας και στις οποίες οι πολιτικοί μας άρχοντες, σ’ ένα εξοργιστικό και θλιβερό κρεσέντο ημιμάθειας, τσαμπουκά και περιφρόνησης των αληθινών εθνικών συμφερόντων προς όφελος μικροκομματικών και πρόσκαιρων ωφελειών, παρουσιάζονται τόσο αδιάλλακτοι και αντίθετοι σε κάθε προσπάθεια συνεννόησης και ρύθμισης, και με τέτοια περιφρόνηση προς τους διεθνείς κανόνες και τις υποχρεώσεις της χώρας, αλλά και προς την πραγματική της ισχύ, ώστε, στο τέλος, η λύση που δεν διαλέγουμε αλλά μας επιβάλλεται να μην έχει τη μορφή απλής υποχώρησης, συμβιβασμού και ομαλής διευθέτησης μιας διαφοράς, αλλά να εμφανίζεται, περίπου, ως εθνική συμφορά και καταστροφή (δεν θα παραθέσω παραδείγματα, όλοι τα γνωρίζουμε άλλωστε).
Θα προσπαθήσω λοιπόν εδώ, με την προσοχή μου στραμμένη ιδίως στους φίλους που δεν είναι νομικοί, να εξηγήσω, όσο το δυνατόν πιο απλά, το θέμα που έχει δημιουργηθεί, και, ιδίως, το θέμα που θα δημιουργηθεί μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής. Η θλιβερή λοιπόν αυτή ιστορία έχει, περίπου, ως εξής:
Οχυρωμένες πίσω από το άρθρο 16 παρ. 5 του Συντάγματος, που απαγορεύει απολύτως την ίδρυση στην Ελλάδα σχολών πανεπιστημιακού επιπέδου από ιδιώτες (Έλληνες ή ξένους, αδιάφορο), όλες οι μετά το 1975 κυβερνήσεις παρέμειναν προσηλωμένες στο μοντέλο του κρατικού μονοπωλίου της ανώτατης εκπαίδευσης. Αδιαφορώντας για τουλάχιστον τέσσερα πράγματα:
- Την διαρκή υποβάθμιση του επιπέδου σπουδών στον τόπο μας (προσοχή, υποβάθμιση σε σύγκριση όχι αναγκαία με μια καλύτερη κατάσταση που υπήρχε ή υποτίθεται πως υπήρχε στο παρελθόν, αλλά με τη διεθνή κατάσταση και εξέλιξη ιδίως της ανώτατης παιδείας),
- Τον όλο και μεγαλύτερο αριθμό Ελλήνων που βρίσκουν καταφύγιο και στην πιο απίθανη σχολή του εξωτερικού, προκειμένου να αποκτήσουν το περιπόθητο δίπλωμα, και την μεγάλη οικονομική αιμορραγία και των οικογενειών τους και της εθνικής οικονομίας,
- Την, τεράστια πλέον, ανεργία στον χώρο των νέων επιστημόνων, απόρροια, σε μεγάλο βαθμό, της πραγματικής υποβάθμισης των πανεπιστημιακών τους τίτλων και, ιδίως,
- Την ίδρυση στον τόπο μας των λεγόμενων Κέντρων Ελεύθερων Σπουδών, τα οποία, με βάση «συμφωνίες δικαιόχρησης» (franchising) που συνάπτουν με διάφορα εκπαιδευτικά ιδρύματα του εξωτερικού (και ιδίως κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης) αναλαμβάνουν να παρέχουν στον τόπο μας κάποια έτη σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης στους σπουδαστές τους. Οι οποίοι, στη συνέχεια, ολοκληρώνουν τις σπουδές τους στη χώρα του ιδρύματος – μαμάς, που, βέβαια, αναγνωρίζει τα έτη σπουδών που αυτοί έχουν διανύσει στη χώρα μας, κι αποκτούν το σχετικό πτυχίο.
Γιατί οι κυβερνήσεις μας αδιαφορούσαν και συνεχίζουν να αδιαφορούν, ειδικά, για το τελευταίο; Μα, γιατί, απλούστατα, το ΔΙΚΑΤΣΑ, ως αρμόδιο για την ακαδημαϊκή αναγνώριση των πτυχίων κρατικό όργανο, δεν αναγνωρίζει τα πτυχία αυτά, πανεπιστημιακά δηλαδή πτυχία, το επαναλαμβάνω, που έστω και ένα μέρος των σχετικών σπουδών έχει γίνει σε μη κρατική σχολή στην Ελλάδα (το γεγονός ότι και για τα άλλα πτυχία, ας πούμε τα κανονικά, το ΔΙΚΑΤΣΑ, συνεδριάζοντας ελάχιστες φορές τον χρόνο, χρειάζεται, σε πολλές περιπτώσεις, χρόνια για να κρίνει και να χορηγήσει ή όχι την ισοτιμία, αφήνοντας τους κατόχους τους, νέους κατά τεκμήριο ανθρώπους, κυριολεκτικά βουτηγμένους στην απελπισία και θύματα της μαύρης αγοράς εργασίας το αφήνω στην άκρη, η συνολικότερη αναλγησία κι ο σαδισμός του νεοελληνικού κράτους δεν είναι τώρα το θέμα μας).
Κι ενώ έτσι κυλούσαν τα πράγματα και τίποτε δεν φαινόταν ικανό να διαταράξει την ειδυλλιακή αυτή κατάσταση, το 1989 εκδίδεται η οδηγία 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου "σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών". Με την οποία, εντελώς περιληπτικά, θεσπίστηκε, με σκοπό τη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και των υπηρεσιών, σύστημα αναγνώρισης διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που έχουν χορηγηθεί σε κοινοτικούς υπηκόους από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών και επιτρέπουν στους κατόχους τους την πρόσβαση σε νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα και την άσκησή του στο κράτος αυτό.
Με την οδηγία 89/48 λοιπόν οι κοινοτικοί αυτοί υπήκοοι (άρα και οι Έλληνες) αποκτούν το δικαίωμα να ασκούν, ως ελεύθεροι επαγγελματίες ή μισθωτοί, το αντίστοιχο επάγγελμα σε άλλο κράτος μέλος (κράτος μέλος υποδοχής), διάφορο εκείνου στο οποίο απέκτησαν το δίπλωμά τους. Ακόμη κι αν το κράτος αυτό (υποδοχής) δεν αναγνωρίζει το τμήμα των σπουδών που πραγματοποιήθηκε στο έδαφός του και που αξιοποιήθηκε από το κράτος, αρχή του οποίου χορήγησε το σχετικό δίπλωμα, και δεν δέχεται το δίπλωμα αυτό ως ισότιμο με τα δικά του. Η οδηγία αδιαφορεί για το θέμα αυτό: αρκεί ο κοινοτικός υπήκοος να είναι εφοδιασμένος με επαγγελματικό τίτλο στηριζόμενο σε δίπλωμα που του χορήγησε κάποιο κράτος μέλος, για να έχει, κατ' αρχήν, το δικαίωμα να ασκήσει το ίδιο επάγγελμα σε όλα τα άλλα κράτη μέλη.
Τα ίδια λοιπόν, κατά την Επιτροπή (και τον γράφοντα), ισχύουν ακόμη και για τη χώρα μας, ό,τι και να λέει το Σύνταγμά μας. Γιατί, για την ευρωπαϊκή έννομη τάξη, ακόμη και το Σύνταγμα κράτους μέλους οφείλει να υπακούει στο πρωτογενές και δευτερογενές κοινοτικό δίκαιο, αυτό το ξέρουν κι οι κότες στις Βρυξέλλες και το Λουξεμβούργο (κι εδώ το ξέρουν βέβαια, άλλο θέμα με τι παραμύθια ταΐζουν τους ιθαγενείς, και το θέμα είναι για πόσο ακόμη).
Κι αν αυτά ισχύουν ήδη από το 1989 με την οδηγία 89/48 (προς την οποία η Ελλάδα συμμορφώθηκε μόλις το 2000!, ατελώς βέβαια στο σημείο αυτό, γι αυτό και η σχετική δίκη, οι σχετικές όμως διατάξεις, ως άμεσης ισχύος, δεσμεύουν τα κράτη μέλη από το 1989), τα ίδια και χειρότερα πρεσβεύει η νέα οδηγία 2005/36, προς την οποία η χώρα μας ετοιμάζεται να συμμορφωθεί (και να δούμε πώς).
Έρχεται λοιπόν η Επιτροπή, αρμόδιο κοινοτικό όργανο για την εφαρμογή από τα κράτη μέλη του κοινοτικού δικαίου, και προσφεύγει στο ΔΕΚ κατά της ελληνικής δημοκρατίας, με αίτημα την καταδίκη μας γιατί, και μετά την οδηγία 89/48, εξακολουθούμε να μην αναγνωρίζουμε επαγγελματικά δικαιώματα σε πτυχιούχους κράτους μέλους, που επιθυμούν να εργαστούν στη χώρα μας, με την παράνομη, κατά την Επιτροπή, αιτιολογία, ότι τμήμα των σπουδών των πτυχιούχων αυτών έγινε στην Ελλάδα, στα περίφημα αυτά Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών, κι επομένως, κατά το ιερό άρθρο 16 του Συντάγματος, το τμήμα αυτό των σπουδών δεν μπορεί να αναγνωρισθεί.
Δεν θα αναλύσω νομικά περισσότερο το θέμα, νομίζω πως, για τις περιορισμένες ανάγκες του χώρου αυτού, έγινε κατανοητό. Θα παραθέσω μόνο την πραγματική κατάσταση, αντιγράφοντας από την εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» της 19.1 για τη χώρα μας: 20 κολέγια, 20.000 ο συνολικός ετήσιος αριθμός σπουδαστών, 1.500 έως 2.000 ο αριθμός αποφοίτων ανά έτος (με πτυχία που εμπίπτουν στην οδηγία για τα επαγγελματικά δικαιώματα), 73,3 έως 88 εκ. ευρώ εκτιμώμενος ετήσιος τζίρος, 15 με 20.000 ο αριθμός των αποφοίτων που αφορά ενδεχόμενη αναγνώριση.
Αν λοιπόν η προσφυγή αυτή γίνει δεκτή, όπως και, επαναλαμβάνω, είμαι σίγουρος, οι συμφωνίες «δικαιόχρησης» με ελληνικά «κολέγια» θα θεριέψουν. Χιλιάδες νέοι θα σπεύσουν να εγγραφούν στα κέντρα αυτά, αφού, πάντως, για πολλούς θα είναι καλύτερα να σπουδάζουν στη χώρα τους παρά στο εξωτερικό. Κέντρα που, όχι όλα αλλά πολλά, και λυπάμαι που το λέω, λειτουργούν με πολύ χαμηλά standards. Κι ευλόγως, αφού η ελληνική πολιτεία, με την κουτοπόνηρη σκέψη ότι τα «χαρτιά» που χορηγούν δεν έχουν, στην Ελλάδα, καμιά ισχύ, χρόνια τώρα τα έχει αφήσει, στην ουσία, να λειτουργούν χωρίς έλεγχο.
Μακιαβελική πραγματικά σκέψη, άξια συγχαρητηρίων, που δείχνει και την απύθμενη υποκρισία για το άρθρο 16. Γιατί, εφόσον τα κέντρα αυτά παρέχουν εκπαίδευση, και εφόσον τόσος και τόσος κοσμάκης καλώς ή κακώς τα εμπιστεύτηκε και τα εμπιστεύεται, και standards έπρεπε να έχουν τεθεί και σοβαρή κρατική εποπτεία έπρεπε να υπάρχει. Όχι για να τα απαγορεύσει ή να τα περιορίσει, αλλά για να προστατεύσει, αν μη τι άλλο, τους σπουδαστές τους. Και, κατ’ επέκταση, τη συνολική παροχή παιδείας στον τόπο μας.
Και, βέβαια, μετά την απόφαση του ΔΕΚ, οι αρμόδιοι, έκπληκτοι, θα ανακαλύψουν τότε το πρόβλημα. Και θ' αρχίσουν να τρέχουν. Προσποιούμενοι, κατά την προσφιλή τους συνήθεια, πως το πρόβλημα δεν το δημιούργησαν οι ίδιοι, αλλά κάποιοι σκοτεινοί κύκλοι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που, όπως όλοι ξέρουμε, άλλη δουλειά δεν κάνει από το να κυνηγά την έρμη τη χώρα μας
Νομίζω τώρα γίνεται κατανοητή η αποστροφή που είχα διατυπώσει στο προηγούμενο post για το πόσο χωρίς σημασία είναι ο περιορισμός της συζήτησης για το άρθρο 16 μόνο στην άρση ή όχι της απαγόρευσης ίδρυσης μη κρατικών ΑΕΙ. Γιατί, αν η απαγόρευση αυτή δεν αρθεί, όπως διακαώς φαίνεται να επιθυμεί τμήμα των πολιτικών δυνάμεων, καθώς κι η πανεπιστημιακή κοινότητα, που, κάθε μέρα καιρό τώρα διαδηλώνει για το θέμα αυτό, μεγάλο μέρος των νέων που επιθυμούν να σπουδάσουν εδώ αλλά σε μη κρατικά ΑΕΙ θα το κάνει μέσω των κέντρων αυτών. Έχοντας μόνο την υποχρέωση να διεκπεραιώσει λίγο χρόνο σπουδών στο εξωτερικό. Κατά την άποψή μου δε (κρατηθείτε) και καθόλου, αρκεί να δώσει εκεί τις τελικές εξετάσεις.
Ακόμη όμως κι αν το άρθρο 16 τροποποιηθεί και επιτραπούν ιδιωτικά ΑΕΙ, δεν νομίζω ότι κανένα σοβαρό ίδρυμα θα έρθει εδώ να επενδύσει εκατομμύρια ευρώ, σε ένα εγχείρημα αβέβαιης και πάντως μακροχρόνιας απόδοσης. Και γιατί να το κάνει, αφού με απείρως λιγότερα χρήματα μπορεί να συνεργαστεί με εγχώρια «κολέγια», τα οποία, βεβαίως, εύκολα μπορεί να αναβαθμιστούν, και να φτάσει στο ίδιο αποτέλεσμα.
Κλείνω με μερικές απλές σκέψεις:
Σε πόσες δηλώσεις και τοποθετήσεις πολιτικών ακούσατε να υπάρχει ο παραπάνω προβληματισμός; Κι ακόμη χειρότερα, σε πόσες δηλώσεις κλπ μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας; Από τις χιλιάδες σελίδες που γράφτηκαν και γράφονται για το θέμα; Προσωπικά, μήνες τώρα διαβάζω και τα πιο απίθανα πράγματα, μόνο τα λάβαρα της Επανάστασης του 21 δεν μας ζητούν να ξεθάψουμε. Για το κορυφαίο όμως, κατά την άποψή μου, ζήτημα της δίκης που άρχισε προχθές, άκρα του τάφου σιωπή. Λες και το έχει απαγορεύσει η Αρχή Προστασίας Δεδομένων, μπας και ταραχθεί η εθνική ηρεμία και αδιαφορία. Λίγα άρθρα στις εφημερίδες της 19.1 και λίγα σχόλια στις χθεσινές κυριακάτικες, από τις οποίες ξεχωρίζω τον πάντα εύστοχο «Διόδωρο τον Κυψελιώτη» στο Βήμα.
Αντίθετα, με μεγάλη θλίψη διάβασα δηλώσεις κορυφαίων στελεχών κομμάτων, οι οποίοι τυχαίνει να είναι και πανεπιστημιακοί, και μάλιστα στον χώρο του δημοσίου δικαίου, σύμφωνα με τις οποίες η δίκη που σας περιέγραψα, κι αν χαθεί, δεν έχει σχέση με το άρθρο 16 παρ. 5 του Συντάγματος, αφού δεν αφορά την ακαδημαϊκή ισοτιμία αλλά τα επαγγελματικά δικαιώματα. Ειλικρινά, τέτοια απίστευτη δήλωση δεν την περίμενα, ακόμη κι από πολιτικό. Αφού κάθε πανεπιστημιακός τίτλος σε επαγγελματικό τίτλο βέβαια οδηγεί, επάγγελμα θέλουν να ασκήσουν όσοι σπουδάζουν κι όχι να κρεμάσουν το πτυχίο τους σε κάντρο.
Αλλά τι να πω, ακόμη κι όταν δεκάδες χιλιάδες κατόχων τέτοιων επαγγελματικών τίτλων θα ‘χουν γεμίσει τη χώρα και θα ασκούν, νόμιμα, επαγγέλματα για τα οποία χρειάζεται πανεπιστημιακό δίπλωμα, αυτοί είναι ικανοί να λένε ότι εντάξει, δεν έγινε τίποτε, ο δημόσιος χαρακτήρας των πανεπιστημίων μας δεν θίχτηκε, μόνον επάγγελμα κάνουν οι έρμοι, δεν είναι όμως και ακαδημαϊκά ισότιμοι…
Όπως είπα και πιο πάνω, η καταδίκη της Ελλάδας είναι σίγουρη. Εύχομαι κι ελπίζω τότε η χώρα να συμμορφωθεί με την απόφαση του ΔΕΚ και να μην ζήσουμε τα όσα ζήσαμε και ζούμε με την υπόθεση του βασικού μετόχου. Άλλη μια πατέντα αυθεντικά ελληνική και παγκοσμίως άγνωστη, η οποία διέσυρε κι ακόμη διασύρει τη χώρα διεθνώς. Και που, το χειρότερο, υποχρέωσε τον «εθνικά περήφανο λαό» να υποχωρήσει ταπεινωτικά, λίγο μόλις καιρό μετά τις φοβερές κορώνες που ύψωσε παγκοσμίως για την ανάγκη υπεράσπισης του Συντάγματός μας.
Ας συνεχίσουμε λοιπόν εμείς εδώ, από το τεράστιο και απόλυτης εθνικής προτεραιότητας θέμα της παιδείας, να ασχολούμαστε μόνο με την ίδρυση ή μη ιδιωτικών ΑΕΙ. Ας συνεχίσουμε την αγαπημένη μας ασχολία, να πολεμάμε σε πεδία χθεσινών μαχών, ακόμη κι όταν οι αντίπαλοι στρατοί έχουν κινήσει γι αλλού. Ας χάσουμε, χορεύοντας αμέριμνοι στα σαλόνια του Τιτανικού, άλλη μια ευκαιρία, ίσως μια από τις τελευταίες, να δούμε συνολικά το θέμα παιδεία στη χώρα. Που αρχίζει πριν από το δημοτικό και δεν τελειώνει ποτέ. Κι ας εξακολουθήσουμε να ανεχόμαστε δημοτικά και γυμνάσια της συμφοράς, να υπολειτουργούν με όσους μαθητές δεν έχουν τα μέσα να σπουδάσουν σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, και με καθηγητές που τον μισό χρόνο απεργούν και τον άλλο μισό κάνουν ιδιαίτερα φροντιστήρια στους μαθητές τους. Να θεωρούμε φυσιολογικό οι μαθητές να διδάσκονται, έξω από το σχολείο, με πληρωμή, όλα τα σοβαρά μαθήματα, μαζί και τις ξένες γλώσσες, με αποτέλεσμα η δωρεάν παιδεία μας να κοστίζει εκατομμύρια.
Να ανεχόμαστε, επίσης, να ιδρύονται εκπαιδευτικά ιδρύματα από δω κι από κει, με κριτήριο όχι την ορθολογική οργάνωση της εκπαίδευσης αλλά την οικονομική ενίσχυση των τοπικών κοινωνιών. Να αποκαλούμε τα ΑΕΙ πλήρως αυτοδιοικούμενα, όταν ούτε χαρτί τουαλέτας δεν μπορούν ν' αγοράσουν χωρίς έγκριση του υπουργείου. Να έχουμε ΔΕΠ που αναπαράγεται με σκοτεινές διαδικασίες και, όσο μπορεί, απασχολείται επαγγελματικά αλλού.
Και, βέβαια, να έχουμε φοιτητές που, αντί να υπερασπίζονται τα αληθινά συμφέροντά τους, θεωρούν χρέος τους να εντάσσονται σε κομματικές νεολαίες και ν' αποφασίζουν σύμφωνα με τις επιταγές τους, λες κι αυτές θα τους βρουν δουλειά σ' ένα σύστημα που, όπως λειτουργεί, και, ιδίως, όπως δυστυχώς σχεδιάζεται για το μέλλον, τους προορίζει για αιώνιους ανεπάγγελτους. Κι ακόμη χειρότερα, φοιτητές που υποτάσσονται, παθητικά, σε αποφάσεις που έχουν πάρει γι αυτούς θλιβερές μειοψηφίες, που κανένα φως της μέρας δεν βλέπει και που κανείς δεν πολυξέρει ποιοι τις αποτελούν και ποιες κοινωνικές δυνάμεις πραγματικά εκφράζουν.
Και, τέλος, να κλείνουμε τα μάτια σε ΑΕΙ που τελούν μόνιμα υπό κατάληψη, η οποία, βέβαια, υποβαθμίζει ακόμη περισσότερο τα ήδη υποβαθμισμένα πτυχία. Και, κερασάκι στην τούρτα, προσοχή μην ακουμπήσουμε τον θεσμό του φοιτητικού ασύλου, μια από τις μεγαλύτερες ελληνικές πατέντες, που, όπως έχει εκφυλιστεί, είναι, φοβάμαι, το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να κάνει η πανεπιστημιακή κοινότητα και η πολιτική ηγεσία στο ιδιωτικό κεφάλαιο που δραστηριοποιείται στον χώρο της παιδείας.
Κι αν μας στριμώξει η Ευρωπαϊκή Ένωση, ε, δεν το ‘χουμε και πολύ να καταργήσουμε το άρθρο 28 και να αποχωρήσουμε από το εοκικό συνδικάτο που, χρόνια τώρα, μας πίνει το αίμα και τόσα κακά απεργάζεται για τον δημόσιο χαρακτήρα των ΑΕΙ μας, εξάλλου οι Ευρωπαίοι είναι που μας έχουν ανάγκη κι όχι εμείς αυτούς, εδώ δεν είναι άλλωστε που εφευρέθηκε η παιδεία όταν αυτοί, σκαρφαλωμένοι στα δέντρα, έτρωγαν βελανίδια, τόσες φορές που το' χουμε ακούσει, ακόμη να το πιστέψουμε;