
Στις 14.3.2007 ο Νίκος Δήμου, με αφορμή την πανευρωπαϊκή εβδομάδα κατά του ρατσισμού, που ως σύνθημα είχε "υπάρχει μόνο μία επικίνδυνη μειονότητα: οι ρατσιστές", ανέβασε ένα post με τίτλο "Μειονότητα;". Γράφτηκαν διάφορα, δημιουργήθηκε η συνηθισμένη ένταση, στον διάλογο πήρε μέρος κι ο Π. Δημητράς του Ελληνικού Παρατηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι, έγραψε τα δικά του, ενδιαφέροντα, όπως πάντα, και η συζήτηση ακολούθησε την αναμενόμενη, δυστυχώς, πορεία (η οποία κορυφώθηκε στο επόμενο post (18.3.2007) "Θεοδωράκης: Όπισθεν ολοταχώς!").
Στο post αυτό προσπάθησα, με δύο comments, να θέσω την παράμετρο της παράνομης μετανάστευσης στη Δύση, ιδίως μουσουλμανικών πληθυσμών, γεγονός που, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί το κυριότερο εμπόδιο κάθε προσπάθειας κατευνασμού των ρατσιστικών τάσεων. Και εγκυμονεί πλέον τεράστιο κίνδυνο για την πολιτισμική συνοχή και τον νομικό πολιτισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αναπτύσσω λίγο καλύτερα τη βασική μου θέση:
Τα τελευταία χρόνια, με ολοένα αυξανόμενο ρυθμό, η περίμετρος όσων χωρών έχουν ενταχθεί στο σύστημα Schengen (και η χώρα μας φυσικά) δέχεται τρομακτικές πιέσεις από πλήθη ανθρώπων τρίτων χωρών που προσπαθούν, με κάθε μέσο, να την διασχίσουν και να βρεθούν στον "παράδεισο". Οι άνθρωποι αυτοί, χονδρικά, χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, τους οικονομικούς μετανάστες (η συντριπτική πλειοψηφία) και τους πρόσφυγες.
Η πίεση αυτή, όσα μέτρα κι αν λαμβάνονται, όλο και μεγαλώνει, με σημεία αιχμής τα πιο ευάλωτα μέρη. Μεταξύ των οποίων πρώτη θέση κατέχει η χώρα μας, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, των εκτεταμένων της συνόρων της και της δυσκολίας φύλαξής τους.
Αποτέλεσμα είναι η Δύση να κατακλύζεται από πάμφτωχους και εξαθλιωμένους ανθρώπους, πολλοί από τους οποίους έχουν έτσι διαπλασθεί από τον θρησκευτικό και κοινωνικό
τους περίγυρο, ώστε το σοκ που αντιμετωπίζουν μόνο και μόνο αντικρύζοντας μια καθημερινή εικόνα από τη ζωή εδώ (άνθρωποι, διαφημίσεις, αγαθά, τηλεόραση κλπ) να είναι τρομακτικό.
Για όσους από αυτούς καταφέρνουν και παραμένουν στη νέα τους χώρα, η συνέχεια είναι όλο και λιγότερο ευοίωνη. Πρώτον γιατί οι δουλειές που τους προσφέρονται είναι οι πλέον κακοπληρωμένες, και τα εμπόδια, γλωσσικά και άλλα, που οι άνθρωποι αυτοί καλούνται να ξεπεράσουν προκειμένου να ενταχθούν στη νέα τους πατρίδα (αφού οι περισσότεροι δεν πρόκειται πλέον να επιστρέψουν), τεράστια.
Και δεύτερον γιατί το αξιακό και θρησκευτικό σύστημα που πρεσβεύουν τους ωθεί να ζουν στο περιθώριο των δυτικών κοινωνιών.
Η πρώτη γενιά, χωρίς τον απαραίτητο χρόνο για να αφομοιώσει, τουλάχιστον πέρα από ένα βαθμό, τα δεδομένα της νέας κοινωνίας, κι έχοντας ως πρωταρχικό στόχο την επιβίωση, είναι, φυσικά, η πιο άτυχη. Από κει και πέρα, για τις γενιές που ακολουθούν, τα πάντα εξαρτώνται από το αν ανήκουν σε θρήσκευμα και σε κοινωνικό περίγυρο που επιτρέπει ή έστω ανέχεται τους μικτούς γάμους.
Αν ναι, το πρόβλημα περιορίζεται με την πάροδο του χρόνου και τείνει να εξαλειφθεί στη συνέχεια. Αν, αντίθετα, οι μικτοί γάμοι απαγορεύονται, το πρόβλημα είναι τεράστιο. Γιατί τότε ούτε οι επόμενες γενιές ενσωματώνονται, αλλά σχηματίζουν μειοψηφικές νησίδες. Μειοψηφίες που, σε συνδυασμό με την οικονομική τους δυσπραγία, νιώθουν απειλούμενες, γεγονός που τις συσπειρώνει και τις αποξενώνει ακόμη περισσότερο από την κοινωνία, στους κόλπους της οποίας όμως έχουν επιλέξει να ζούνε.
Όσο όμως οι αυτόνομες αυτές νησίδες επεκτείνονται, τόσο ο κοινωνικός ιστός χαλαρώνει. Κι όσο ο ιστός αυτός χαλαρώνει, τόσο δημιουργούνται κι άλλες νησίδες, μεταξύ των οποίων και μερικές από τους πλέον εύπορους πολίτες της συγκεκριμένης χώρας υποδοχής. Οι οποίοι, πλέον, επιθυμώντας, για λόγους εύκολα αντιληπτούς, να ζήσουν μόνο με τους ομοίους τους, τείνουν να συγκεντρωθούν σε ακριβές περιοχές, απρόσιτες στους οικονομικούς μετανάστες και ελεγχόμενες, όσο το δυνατόν περισσότερο, από ιδιωτική αστυνομία και ηλεκτρονικά συστήματα παρακολούθησης.
Καμία όμως χώρα δεν μπορεί να αντέξει για καιρό, τουλάχιστον με την παραδοσιακή της μορφή, σε τέτοιου είδους πολυδιάσπαση. Κι αυτό γιατί τα σύγχρονα κράτη δεν αποτελούν παζλ διαφορετικών κομματιών που τυχαία ακουμπούν το ένα πάνω στο άλλο, αλλά οργανωμένα συστήματα ανθρώπων που επιθυμούν να ζουν μαζί, να διέπονται από κοινούς κανόνες σεβαστούς από όλους και να μην ανέχονται άλλες εξουσίες εκτός από εκείνες που προέρχονται από τους δημοκρατικά δομημένους θεσμούς τους.
Η σημασία των ανωτέρω για την αύξηση των φαινομένων ρατσισμού είναι προφανής και δεν χρειάζεται περισσότερη εξήγηση. Ρατσισμός που, όσο κι αν, δίκαια, καταδικάζεται, τόσο σε επίπεδο θεσμών όσο και σε ατομικό επίπεδο, δεν παύει να υπάρχει και να γιγαντώνεται.
Πέρα όμως από τον ρατσισμό και την αυτονόητη καταδίκη του, Θα 'θελα, εδώ, να επισημάνω μια πτυχή του φαινομένου αυτού που, φοβάμαι, δεν συζητείται αρκετά στα σχετικά fora. Κι αυτή είναι το τεράστιο διακύβευμα που η κατάσταση αυτή εγκυμονεί για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τον νομικό πολιτισμό της Δύσης, όπως αυτός έχει διαπλασθεί μέσα από αιώνες εξέλιξης, και έχει απεικονισθεί στα βασικά νομοθετικά κείμενα των προηγμένων χωρών και τις συνακόλουθες αξίες. Αξίες που η καθιέρωση και η ισχύς τους είναι τόσο δεδομένη, ώστε να έχουν πλέον ενσωματωθεί στο βασικό DNA των πολιτών και να βιώνονται ως απόλυτα φυσιολογικές καταστάσεις, χωρίς καμία αίσθηση ετερόνομης ρύθμισης και υποχρεωτικής εφαρμογής.
Αξίες όμως οι οποίες, τα τελευταία χρόνια, βρίσκονται σε ευθεία σύγκρουση με ανταγωνιστικές αξίες και συμπεριφορές, που εισάγονται μαζί με τους μετανάστες και που στη Δύση, ακόμη κι αν κάποτε, στο μακρινό παρελθόν της, ίσχυσαν, δεν μπορούν πλέον να γίνουν ανεκτές.
Παραδείγματα υπάρχουν πολλά. Και, μερικά, είναι συγκλονιστικά. Πριν από λίγο καιρό, στη Γαλλία ξέσπασε διαμάχη μεταξύ των γυναικολόγων που δέχονται να κάνουν παρθενορραφή σε νεαρές άγαμες μουσουλμάνες, για τον λόγο ότι επίκειται ο γάμος τους και η ανακάλυψη του "φοβερού" μυστικού θέτει σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή τους από την οικογένεια, και εκείνων που αρνούνται, με τη σκέψη ότι, έτσι, βοηθούν στη διαιώνιση της υποταγής της γυναίκας σ' ένα ανήθικο σύστημα αξιών.
Πριν πάρει κανείς θέση, ας σκεφτεί ότι, πλέον, σε όλη την Ευρώπη υπάρχουν πολλοί διαπιστωμένοι φόνοι νεαρών μουσουλμάνων γυναικών από άρρενα μέλη των οικογενειών τους, πολλές φορές μάλιστα σε συνεργασία με συγγενείς γυναίκες, όπως τη μητέρα του θύματος.
Άπόλυτα συναφές και το θέμα της κλειτοριδεκτομής, πράξη που, σύμφωνα με τη νομοθεσία κάθε σύγχρονου κράτους, αποτελεί τουλάχιστον βαρειά σωματική βλάβη και διώκεται ποινικά.
Γνωστή επίσης είναι και η περίφημη διαμάχη της μαντήλας, που, μέχρι σήμερα, έχει προκαλέσει ένα τουλάχιστον νόμο (Γαλλία) και έχει απασχολήσει τα ανώτατα δικαστήρια δύο τουλάχιστον ευρωπαϊκών κρατών (Γαλλία και Γερμανία).
Να αναφέρω επίσης τις δίκες που γίνονται εναντίον όσων διάφορες ισλαμικές οργανώσεις θεωρούν ότι προσβάλλουν το Κοράνι. Πριν από λίγα χρόνια ο γνωστός γάλλος συγγραφέας Μισέλ Ουελλμπέκ οδηγήθηκε στο Δικαστήριο μετά από μήνυση μιας από τις οργανώσεις αυτές, γιατί στα βιβλία του και σε συνεντεύξεις είχε μιλήσει απαξιωτικά για τη θρησκεία αυτή. Ευτυχώς αθωώθηκε.
Ακόμη σοβαρότερη είναι η ιστορία των γελοιογραφιών του Μωάμεθ, η οποία ανέδειξε, κατά τον καλύτερο τρόπο, το ζήτημα της συγκρούσεως της ελευθερίας του λόγου με τις πεποιθήσεις και αντιλήψεις συγκεκριμένης ομάδας πολιτών. Μήνυση έγινε και κατά του Φιλίπ Βαλ, συντάκτη του γνωστού γαλλικού σατυρικού περιοδικού Charlie Hebdo. Αθωωτική απόφαση εκδόθηκε πριν από λίγες μέρες.
Και, βέβαια, να θυμίσω την παλιά υπόθεση με τον αγγλο-ινδό συγγραφέα Σαλμάν Ρουσντί, ο οποίος, για το βιβλίο του "Σατανικοί Στίχοι", αναγκάστηκε να κρύβεται για χρόνια, αφού ο Αγιατολλάχ Χομεϊνί είχε εκδόσει εναντίον του φετφά, με τον οποίο τον καταδίκαζε σε θάνατο.
Και να κλείσω τη θλιβερή αυτή παράθεση γεγονότων με τη δολοφονία στην Ολλανδία, το 2004, του σκηνοθέτη Τεό Βαν Γκογκ, για την ταινία του "Υποταγή", σχετική με τη θέση των γυναικών στο Ισλάμ.
Το πρόβλημα αυτό, το οποίο είναι σαφές ότι όλο και θα εντείνεται, αποτελεί, για την Ευρώπη, ζήτημα πολύ πιο περίπλοκο από το αντίστοιχο των Ηνωμένων Πολιτειών. Πρώτον γιατί στην Ευρώπη, από αιώνες, έχουν διαμορφωθεί εθνικά κράτη με
συμπαγείς πληθυσμούς, και δεύτερον γιατί οι ΗΠΑ, λόγω ακριβώς της αρχικής τους συγκρότησης από μετανάστες όλου του κόσμου, έχουν εξοικειωθεί με το φαινόμενο κι έχουν δημιουργήσει θεσμούς και μηχανισμούς, τόσο νομικούς όσο και κοινωνικούς, ενσωμάτωσης των ξένων, που πολύ δύσκολα μπορούν να αντιγραφούν.
Για τους λόγους αυτούς, οι πολιτικές, με τις οποίες η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να αντιμετωπίσει τη διπλή πρόκληση, αφενός να σεβαστεί τις αξίες και πεποιθήσεις όχι μόνο των πολιτών της, αλλά και όσων διαμένουν, νόμιμα ή παράνομα στα εδάφη της, αφετέρου όμως να προασπίσει και τις δικές της θεμελιώδεις αρχές και αξίες, είναι εξαιρετικά δύσκολες τόσο στη σύλληψη, όσο και, ιδίως, στην εφαρμογή τους. Και η αποτελεσματικότητά τους, για την οποία καλούνται να εξεταστούν πολλοί και διαφορετικοί παράγοντες (γήρανση ευρωπαϊκών πληθυσμών, οικονομική δυνατότητα, δυνατότητα ενσωμάτωσης μεταναστών, ανθρωπιστικές αρχές στη μεταχείριση των λαθρομεταναστών, σεβασμός στις αξίες τους, προάσπιση του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού κλπ) αποτελούν, για μένα, τη δυσκολότερη πρόκληση που η Ευρώπη αντιμετωπίζει.
Χθες η Ευρωπαϊκή Ένωση έκλεισε τα πενήντα της χρόνια. Στη σχετική πανηγυρική διακήρυξη (του Βερολίνου, όπως πλέον ονομάζεται), υπάρχει το ακόλουθο απόσπασμα: " Μαζί θα πολεμήσουμε την τρομοκρατία, το οργανωμένο έγκλημα και την παράνομη μετανάστευση, υπερασπιζόμενοι ταυτόχρονα την ελευθερία και τα δικαιώματα του πολίτη στον αγώνα εναντίον των πολεμίων τους. Στο ρατσισμό και την ξενοφοβία δεν πρέπει να ξαναδώσουμε ποτέ την ευκαιρία να ευδοκιμήσουν".
Μακάρι.